ανάλωτος

ανάλωτος
ος , ον
1) не захваченный (неприятелем); 2) неприступный (об укреплении и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάλωτος" в других словарях:

  • ἀνάλωτος — not to be taken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλωτος — η, ο (Α ἀνάλωτος, ον) αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος αρχ. 1. ακατόρθωτος, ανέφικτος 2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος 3. αδωροδόκητος, αδέκαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός <… …   Dictionary of Greek

  • αναλωτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796 1880)] …   Dictionary of Greek

  • ἀναλωτότερον — ἀνάλωτος not to be taken adverbial comp ἀνάλωτος not to be taken masc acc comp sg ἀνάλωτος not to be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλωτον — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem acc sg ἀνάλωτος not to be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτοτάτου — ἀνάλωτος not to be taken masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώτοις — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώτου — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώτους — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώτων — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem/neut gen pl ἀνᾱλώτων , ἀναλίσκω use up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀνᾱλώτων , ἀναλίσκω use up pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) ἀναλόω use up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀναλόω use… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλωτα — ἀνάλωτος not to be taken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»